Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταρρακώνω [katarakóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. ηθικό ή ψυχικό ράκος· κουρελιάζω2. 1. με τις ενέργειές μου, με τη συμπεριφορά μου μειώνω κπ. ηθικά, τον εξευτελίζω: Mε καταρράκωσε / καταρράκωσε την αξιοπρέπειά μου. Kαταρρακώθηκε η τιμή της οικογένειάς μου. Kαταρράκωσα την αξιοπρέπειά μου, ζητώντας βοήθεια από τον πρώτο τυχόντα, εξευτελίστηκα. 2. κάνω κπ. να χάσει εντελώς την ψυχική του αντοχή, το κουράγιο του: Tον έχει καταρρακώσει ο θάνατος του παιδιού του, τον έκανε κουρέλι. Ο αντίπαλος στρατός υποχωρούσε με καταρρακωμένο το ηθικό του.
[λόγ. < αρχ. καταρρακ(ῶ) -ώνω `σκίζω σε κομμάτια΄]