Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταπληγώνω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καταπληγώνω.
  • Επιφέρω σε κάπ. πολλές πληγές, κατατραυματίζω:
    • να πέψει σαΐταν εις εσέν να σε καταπληγώσει (Αχιλλ. L 634
    • (μεταφ.):
      • την καρδιάν την καταπληγωμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [516]).

[<πρόθ. κατά + πληγώνω. Τ. ώ τον 11. αι. (όω). Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go