Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταπλέω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπλέω [katapléo] Ρ αόρ. κατέπλευσα, απαρέμφ. καταπλεύσει : 1α. για πλοίο που φτάνει σε κάποιο λιμάνι ή ακτή. ANT αποπλέω: Tο επιβατικό / το πολεμικό πλοίο αναμένεται να καταπλεύσει αύριο στο λιμάνι / στην πόλη μας. || για επιβάτη πλοίου: Ύστερα από ταξίδι δέκα ωρών καταπλεύσαμε στον Πειραιά. β. (μτφ.) φτάνω κάπου, συνήθ. ομαδικά, συνήθ. ειρωνικά, για να δηλώσουμε ότι η άφιξή μας ήταν μάλλον ανεπιθύμητη: Kατέπλευσε όλο το σόι από πολύ νωρίς. 2. ~ έναν ποταμό, πλέω προς τις εκβολές του. ANT αναπλέω.

[λόγ. < αρχ. καταπλέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go