Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταπικραίνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπικραίνω [katapikréno] -ομαι Ρ7.1 : πικραίνω κπ. πολύ, κυρίως μτφ., τον καταστενοχωρώ.

[μσν. καταπικραίνω < κατα- πικραίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπικραίνω.
  • I. (Ενεργ.) στενοχωρώ, λυπώ κάπ. πολύ:
    • (Λίβ. Esc. 3359).
  • II. (Μέσ.) (με σύστ. αντικ.) στεναχωριέμαι:
    • (αυτ. 2597).

[<πρόθ. κατά + πικραίνω. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go