Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταπίπτω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπίπτω [katapípto] Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. κατέπεσα, απαρέμφ. καταπέσει : (λόγ.) 1. πέφτω κάτω: Πολεμικό αεροπλάνο κατέπεσε στη θάλασσα. Kατέπεσε η στέγη του κτιρίου, γκρεμίστηκε. || (μετεωρ.): Οι άνεμοι θα καταπέσουν, θα κοπάσουν. 2. (μτφ.): Kατέπεσε ο ισχυρισμός του / η κατηγορία, καταρρίφθηκε. || (οικον.): Kαταπίπτει η εγγύηση / το ποσό υπέρ του δημοσίου, για χρηματικό ποσό που χάνει κάποιος προς όφελος τρίτου.

[λόγ. < αρχ. καταπίπτω `πέφτω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπίπτω.
  • Πέφτω κάτω· πλαγιάζω:
    • κατεπίπτασιν οι πάντες και εκοιμώντο (Βέλθ. 1054).

[αρχ. καταπίπτω. Βλ. και καταπέφτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go