Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατανικώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατανικώ [katanikó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : νικώ κπ. ολοκληρωτικά, κυρίως μτφ., αντιμετωπίζω με απόλυτη επιτυχία κτ. που με απασχολεί, που με βασανίζει: Ήρωας γίνεται αυτός που κατορθώνει να κατανικήσει το φόβο και τη δειλία. Kατανίκησε όλες τις δυσκολίες. Tα πάθη δεν κατανικώνται εύκολα.

[λόγ. < αρχ. κατανικῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κατανικώ.
  • Εξολοθρεύω:
    • ελυπούμουν εκείνους οπού φεύγουν και ενίκουν και δεν τους εκατανίκουν (Διγ. Άνδρ. 39312).

[αρχ. κατανικάω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go