Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατανεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατανεύω [katanévo] Ρ αόρ. κατένευσα, απαρέμφ. κατανεύσει : (λόγ.) κινώ το κεφάλι προς τα κάτω για να δηλώσω τη συγκατάθεσή μου, τη συναίνεσή μου: Όταν ρωτήθηκε αν συμφωνεί, εκείνος κατένευσε.

[λόγ. < αρχ. κατανεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
κατανεύω· καταγνεύω.
  • Γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω:
    • (Γλυκά, Αναγ. 334).

[αρχ. κατανεύω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go