Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταμερίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταμερίζω [katamerízo] -ομαι Ρ2.1 : κατανέμω, διαμοιράζω κτ. || (ειδικότ.) αποδίδω ή αναθέτω σε κπ. το μερίδιο που του αναλογεί: Θα οι ευθύνες και θα δικαστούν οι ένοχοι. Ο διευθυντής θα καταμερίσει τα καθή κοντα και τις ευθύνες στους υπαλλήλους του τμήματός του.

[λόγ. < αρχ. καταμερίζω `διαμοιράζω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go