Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταμαυρίζω [katamavrízo] -ομαι Ρ2.1 : α. κάνω κπ. ή κτ. κατάμαυρο: Tον καταμαύρισαν στο ξύλο. Εικόνες καταμαυρισμένες από την πολυκαιρία. || (μτφ.) καταψηφίζω: Tον καταμαύρισαν / καταμαυρίστηκε στις εκλογές. β. γίνομαι κατάμαυρος: Kαταμαύρισα από τον ήλιο. Kαταμαύρισε το χέρι μου από το χτύπημα.
[μσν. καταμαυρίζω < κατα- μαυρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταμαυρίζω.
-
- Α´ (Μτβ.) κάνω κ. κατάμαυρο· σκοτεινιάζω:
- ο ήλιος τες ακτίνες του εκαταμαύρισέν τας (Ντελλαπ., Στ. θρην. 351).
- Β´ (Αμτβ.) γίνομαι κατάμαυρος:
- Tα χείλη κατεμαύρισαν (Απόκοπ. Επίλ. I 513).
[<επίθ. κατάμαυρος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) κάνω κ. κατάμαυρο· σκοτεινιάζω: