Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταματώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταματώνω [katamatóno] -ομαι Ρ1 : ματώνω κπ. πολύ, του προκαλώ πληγές που αιμορραγούν: Mάλωσαν και γύρισαν και οι δυο καταματωμένοι. || πληγώνομαι και γεμίζω αίματα: Kαταμάτωσε το πόδι μου.

[μσν. *καταματώνω (πρβ. μσν. καταματωμένος) < κατα- αιματώνω (δες ματώνω) με αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go