Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταμαγεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταμαγεύω [katamajévo] -ομαι Ρ5.2 : μαγεύω κπ. πάρα πολύ, του προκαλώ πολύ μεγάλο θαυμασμό ή ευχαρίστηση· καταγοητεύω: Tον καταμάγεψε με την ομορφιά της. Έφυγε για την πατρίδα του καταμαγεμένος από τα ελληνικά νησιά.

[λόγ. < ελνστ. καταμαγεύω `ασκώ μαγική επίδραση΄ σημδ. γαλλ. enchanter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go