Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταληστεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταληστεύω [katalistévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. αρπάζω ή παίρνω παράνομα μεγάλα χρηματικά ποσά ή πολλά πολύτιμα αντικείμενα· κατακλέβω: Οι ξένοι καταλήστεψαν τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της χώρας μας. Kαταλήστεψαν το δημόσιο χρήμα. 2. εκμεταλλεύομαι πάρα πολύ οικονομικά κπ. ή κτ.: Mε καταλήστεψε ο παλιάνθρωπος, δεν ξαναπάω στο μαγαζί του, με κατάκλεψε. Στον αιώνα μας ο άνθρωπος καταλήστεψε τη φύση.

[λόγ. < ελνστ. καταλFFηστεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go