Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακυρώνω [katakiróno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) αναγνωρίζω σε κπ. το δικαίωμα να κατέχει κτ., με δικαστική ή με διοικητική πράξη, ειδικότερα σε δημοπρασία, αναγνωρίζω στον πλειοδότη την κυριότητα κινητού ή ακίνητου πράγματος: Ο πίνακας / το οικόπεδο κατακυρώθηκε στον πλειοδότη. Ο διαγωνισμός για την κατασκευή του αεροδρομίου κατακυρώθηκε στη μειοδότρια εταιρεία. Tο εκλογοδικείο κατακύρωσε τη βουλευτική έδρα στο (τάδε) κόμμα.
[λόγ. < αρχ. κατακυρ(ῶ) -ώνω]