Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατακυριεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακυριεύω [katakiriévo] -ομαι Ρ5.1 : κυριεύω εντελώς, κυρίως μτφ., για δυνατό συναίσθημα που διακατέχει κπ.: Tον κατακυρίευσε το πάθος. Είναι κατακυριευμένος από τη μανία της χαρτοπαιξίας.

[λόγ. < ελνστ. κατακυριεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
κατακυριεύω.
  • 1)
    • α) Κυριεύω, υποτάσσω εντελώς:
      • (Χρον. Μορ. H 3042
    • β) (ηθ.) γίνομαι κυρίαρχος κάπ.:
      • ο διάβολος … ευρίσκει αυτόν … αμελούντα της πίστεως και κατακυριεύει αυτόν (Φυσιολ. 34115).
  • 2) Βλάπτω:
    • (Ιστ. πατρ. 10918).

[μτγν. κατακυριεύω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go