Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακρημνίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακρημνίζω [katakrimnízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (λόγ.) γκρεμίζω κπ. ή κτ. 2. (χημ.) σχηματίζω ίζημα.

[λόγ.: 1: αρχ. κατακρημνίζω· 2: σημδ. γαλλ. précipiter]

[Λεξικό Κριαρά]
κατακρημνίζω· καταγκρεμνίζω· κατακρεμίζω· κατακρεμνίζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Γκρεμίζω εντελώς, καταστρέφω:
      • σπίτια … κατακρεμισμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17918).
    • 2) Ρίχνω κάπ. από ψηλά, «γκρεμίζω»:
      • εκατακρέμνισέν τους από τα άλογά τους (Διγ. Άνδρ. 35921
      • (μεταφ.):
        • εις το κατακρημνίσαι την παναθλίαν μου ψυχήν εις τάρταρον του Άδου (Εις Θεοτ. 50).
  • II. (Μέσ.) καταβαραθρώνομαι, καταποντίζομαι·
    • (μεταφ.):
      • Ει δε … εις τοσαύτην ασέβειαν κατακρημνισθώ (Δούκ. 19727· Χριστ. διδασκ. 68).

[αρχ. κατακρημνίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες