Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατακομματιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακομματιάζω [katakomatxázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω κτ. σε πολλά μικρά κομμάτια, με αποτέλεσμα να το καταστρέψω: Tο κατακομμάτιασες το ύφασμα. 2. κατασπαράζω: Tα θηρία κατακομματιάζουν τη λεία τους. || κατασφάζω.

[κατα- κομματιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go