Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακλίνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακλίνομαι [kataklínome] Ρ1β : (λόγ.) ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή για να ξεκουραστώ.

[λόγ. < αρχ. κατακλίνω, -ομαι `ξαπλώνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες