Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακιτρινίζω [katakitrinízo] Ρ2.1α μππ. κατακιτρινισμένος : (για πργ. ή για πρόσ.) 1. γίνομαι κατακίτρινος: Kατακιτρίνισαν οι άσπρες κουρτίνες από την πολυκαιρία / από τον καπνό. Kατακιτρίνισε από το φόβο του, χλώμιασε. 2. κάνω κτ. κατακίτρινο.
[κατα- κιτρινίζω]