Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατακαίω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακαίω [katakéo] -ομαι & κατακαίγω [katakéγo] -ομαι Ρ (βλ. και καίω) αόρ. κατέκαψα και κατάκαψα και καταέκαψα, απαρέμφ. κατακάψει, παθ. αόρ. κατακάηκα, απαρέμφ. κατακαεί, μππ. κατακαμένος : 1. καίω κπ. ή κτ. πολύ ή εντελώς: Ο εχθρός κατέκαψε πόλεις και χωριά. Kατακάηκε το δάσος. Kατακάηκε από το βραστό νερό / από την καυτή σού πα, ζεματίστηκε. Mε κατάκαψε ο ήλιος, με κοκκίνισε ή με μαύρισε πολύ. 2. (μτφ.) για δυνατό συναίσθημα που βασανίζει κπ.: Tο μαράζι μού κατα καίει την καρδιά. Ο πόθος της ελευθερίας κατέκαψε τις ψυχές των σκλάβων. || Όταν τον είδα κατακάηκα, γιατί του χρωστάω τα νοίκια, αισθάνθηκα πολύ άσχημα, ζεματίστηκα.

[αρχ. κατακαίω· ανάπτ. [γ] για αποφυγή της χασμ. κατά το καίγω]

[Λεξικό Κριαρά]
κατακαίω· μτχ. παρκ. κατακαημένος.
  • I. Ενεργ.
    • 1) (Επιτ.) καίω εντελώς, αφανίζω, καταστρέφω:
      • κατάκαυσε τον τόπον του εχθρού σου (Κορων., Μπούας 53· Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. κβ´ 7), (Ζήνου, Βατραχ. 434).
    • 2) (Προκ. για έρωτα) «φλογίζω»· προκαλώ ερωτικό πάθος:
      • ευχαριστώ τον έρωταν, οπού σε κατακαίει (Αχιλλ. L 1094).
  • II. Παθ.
    • 1) Ζεματίζομαι:
      • στόματα παρά των πυρουμένων κατακαιόμενα σκευών (Βίος Αλ. 4629).
    • 2)
      • α) Ταλαιπωρούμαι:
        • όταν ίδῃς αυτόν μάλα πίνοντα και υπό της δίψης κατακαιόμενον (Ορνεοσ. αγρ. 53229
      • β) βασανίζομαι:
        • εκατακάηκα εδώ στην ξενιτείαν (Περί ξεν. 428).
  • Η μτχ. παρκ. συν. στον τ. κατακα(η)μένος ως επίθ. = δυστυχισμένος, άτυχος, αξιολύπητος:
    • καρδιά κατακαημένη (Ch. pop. 223
    • Οκτώβρη, μήνα δολερέ, μήνα κατακαημένε (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 112).

[αρχ. κατακαίω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go