Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατακάθομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακάθομαι [katakáθome] & κατακαθίζω [katakaθízo] Ρ αόρ. κατακάθισα, απαρέμφ. κατακαθίσει και (προφ.) κατακάτσει : 1. για διαλυμένες σε υγρό ουσίες που κατεβαίνουν και μένουν στον πυθμένα ενός δοχείου· κατασταλάζω· (πρβ. καθιζάνω): Άμμος κατακάθεται στον πάτο της πισίνας. Στο μπουκάλι κατακάθισε η μούργα του λαδιού. α2. για αιω ρούμενα σωματίδια που πέφτουν και καλύπτουν μια επιφάνεια: Kαταβρέχει την αυλή του για να κατακαθίσει η σκόνη. β. για κτ. που, όταν δεχτεί κάποια πίεση, υποχωρεί και μετακινείται προς τα κάτω: Ολόκληρη η οικοδομή κατακάθισε μισό μέτρο, έπαθε καθίζηση. Tα μαξιλάρια κατακάθισαν, δεν είναι πια φουσκωτά. || Kατακάθισε το γλυκό, δε φούσκωσε κανονικά. 2. (μτφ.) για κτ. που χάνει την έντασή του· καταλαγιάζω: Aς περιμένουμε ώσπου να κατακαθίσει ο θόρυβος και η φασαρία.

[κατα- κάθομαι, καθίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go