Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταδύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδύομαι [kataδíome] Ρ9β : βυθίζομαι στο νερό (σε θάλασσα, λίμνη κτλ.), με προγραμματισμένες κινήσεις ή χειρισμούς, κατεβαίνω σε βάθος κάτω από την επιφάνεια του νερού. ANT αναδύομαι: Οι δύτες καταδύονται σε βάθος πολλών μέτρων, βουτούν. Tο υποβρύχιο καταδύθηκε.

[λόγ. < αρχ. καταδύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες