Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδεικνύω [kataδiknío] -ομαι Ρ αόρ. κατέδειξα και (σπάν.) κατάδειξα, απαρέμφ. καταδείξει, παθ. αόρ. καταδείχτηκα και καταδείχθηκα, απαρέμφ. καταδειχτεί και καταδειχθεί : κάνω απόλυτα σαφές, αποδεικνύω κτ.: Mε στοιχεία θα καταδείξω την ορθότητα των επιχειρημάτων μου. Kαταδεικνύεται η ανάγκη συσπειρώσεως όλων των δυνάμεων.
[λόγ. < αρχ. καταδείκνυμι `ανακαλύπτω και γνωστοποιώ΄ σημδ. γαλλ. démontrer (μεταπλ. κατά το δείκνυμι > δεικνύω)]