Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασελιάζω [kaselázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) τοποθετώ κτ. μέσα σε κασέλα και ειδικότερα, συσκευάζω εμπόρευμα μέσα σε κάσες ή σε κιβώτια.
[κασέλ(α) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κασελιάζω.
-
- Βάζω σε κασέλα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54613).
[<ουσ. κασέλα + κατάλ. ‑ιάζω]
- Βάζω σε κασέλα: