Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρυδώνω [kariδóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) στραγγαλίζω, πνίγω κπ., σφίγγοντας το καρύδι του λαιμού του, δηλαδή το λαρύγγι του, συνήθ. ως απειλή: Mην τολμήσεις να το ξανακάνεις / να το ξαναπείς, γιατί θα σε καρυδώσω.
[καρύδ(ι)2 -ώνω (διαφ. το ελνστ. καρυδῶ `ευνουχίζω άλογο΄)]