Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρτερεύω [karterévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) υπομένω.
[καρτερ(ώ) -εύω μεταπλ. για διάκριση από το καρτερώ που είχε αλλάξει σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρτερεύω.
-
- 1) Αναμένω:
- ας καρτερέψομεν μη πούπετε καράβι να διαβεί (Λίβ. Esc. 2745).
- 2) Παραμονεύω, «στήνω καρτέρι»:
- ακαρτέρεψε το φουσσάτο του Σελίμη εισέ στενούς τόπους και έκοψε πολλούς (Χρον. σουλτ. 14221).
- 3) Kαθυστερώ:
- μη καρτερεύσομεν εδώ και καύσει μας το κάμα (Διγ. Esc. 885).
[<καρτερώ κατά ρ. σε ‑εύω]
- 1) Αναμένω: