Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρπώνομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρπώνομαι [karpónome] Ρ1β : εκμεταλλεύομαι το κέρδος, απολαμβάνω την ωφέλεια από κτ.: Εμείς δουλέψαμε τόσα χρόνια και τώρα άλλοι καρπώνονται τους κόπους μας. Aυτός καρπώθηκε το μεγαλύτερο μερίδιο. Aπό αυτή τη διεθνή σύμβαση η χώρα μας θα καρπωθεί πολλά οφέλη.

[λόγ. < αρχ. καρπ(οῦμαι) -ώνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
καρπώνομαι.
  • (Μεταφ.) απολαμβάνω κ. ως καρπό έργων:
    • αυτόν (ενν. τον Χριστόν) προσκυνήσωμεν, ευθύς να καρπωθώμεν και του αγίου Πνεύματος την χάριν (Φυσιολ. (Legr.) 152).

[<καρπώ. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go