Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρπεύω· καρπεύγω.
-
- Παράγω καρπούς:
- ως ουκ έχει αρσενικόν το θηλυκόν φοινίκιν, τότε ου καρπεύει εις την γην (Λίβ. Esc. 147).
[αρχ. καρπεύω. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Δημ., Κριαρ.)]
- Παράγω καρπούς: