Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρδαμώνω [karδamóno] Ρ1α μππ. καρδαμωμένος : (οικ.) τονώνομαι σωματικά, δυναμώνω: Φάε καλά να καρδαμώσεις. Ένας άντρας καρδαμωμένος, εύρωστος, δυνατός.
[κάρδαμ(ο) -ώνω (το κάρδαμο χρησιμοποιόταν σαν τη μουστάρδα)]