Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβοτσακίζομαι [karavotsakízome] Ρ2.1β : (οικ.) 1α. για πλοίο που πέφτει επάνω στους βράχους και καταστρέφεται ή για κπ. που βρίσκεται σε ένα τέτοιο πλοίο: Mας έπιασε φουρτούνα και καραβοτσακιστήκαμε. β. για κπ. που ταλαιπωρήθηκε πολύ από ένα δύσκολο ταξίδι, από μια κουραστική πορεία: Φτάσαμε καραβοτσακισμένοι μ΄ αυτό το παλιοκάραβο / με το τρένο που πήγαινε σαν χελώνα. Πώς πας έτσι, σαν καραβοτσακισμένη; 2. (μτφ., συνήθ. μππ.) για κπ. που δυστύχησε στη ζωή του και καταστράφηκε ολοκληρωτικά: Kαραβοτσακισμένος και ολομόναχος ζούσε με τις ελεημοσύνες του κόσμου.
[καράβ(ι) -ο- + τσακίζομαι]