Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανοναρχώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανοναρχώ [kanonarxó] Ρ10.11α : 1. (εκκλ.) εκτελώ το έργο του κανονάρχη, υπαγορεύω στον ψάλτη έναν έναν τους στίχους ενός τροπαρίου, απαγγέλλοντάς τους μελωδικά. 2. (μτφ.) συνήθ. μειωτικά, υποβάλλω σε κπ. τις απόψεις μου, τις οποίες αυτός υιοθετεί και επαναλαμβάνει σαν δικές του, του υπαγορεύω τι να πει ή τι να κάνει. ΦΡ όπως του κανοναρχάς ψέλνει, για άνθρωπο χωρίς προσωπικές απόψεις και χωρίς πρωτοβουλία, που γίνεται φερέφωνο και ενεργούμενο άλλων.

[μσν. κανοναρχώ < κανονάρχ(ης) -ώ]

[Λεξικό Κριαρά]
κανοναρχώ· καλαναρχώ· καναναρχώ.
  • 1) (Εκκλ.) κάνω τον κανονάρχο, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά στον ψάλτη:
    • Ψάλλουν παπάδες, ιερείς, διάκοι κανοναρχούσι (Αλφ. 1545).
  • 2) (Mεταφ.) υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάπ. ενέργειες ή τρόπο συμπεριφοράς:
    • Καλαναρχά η πολιτική και η μάννα της τα ψάλλει (Σαχλ. N 365).

[<ουσ. κανονάρχης + κατάλ. ω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 9. αι. (Lampe, έω) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go