Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κανακίζω.
-
- 1)
- α) Κουνώ στα χέρια μου νήπιο για να το ευχαριστήσω:
- ως βρέφος σ’ εκανάκιζαν τα χέρια τα δικά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [74])·
- β) γλυκομιλώ, εκφράζω αισθήματα αγάπης, τρυφερότητας:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1806)·
- Δε μου μιλείς, δε μου γελάς και δε με κανακίζεις; (Θυσ. 1119).
- α) Κουνώ στα χέρια μου νήπιο για να το ευχαριστήσω:
- 2) (Προκ. για άψυχα) περιποιούμαι, φροντίζω με προσοχή κι αγάπη:
- να σκάπτουν το αμπέλι του και να το κανακίσουν (Αιτωλ., Μύθ. 514).
[<ουσ. κανάκι + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)