Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καμμύζω.
-
- Kλείνω (τα μάτια)·
- (εδώ σε μεταφ.):
- κάμμυζε τα μάτια σου και μη πολυπραγμόνει (Προδρ. IV 482 χφ P κριτ. υπ).
- (εδώ σε μεταφ.):
[<αόρ. του καμμύω. Πβ. και κανύζω. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Kλείνω (τα μάτια)·