Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καμακώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμακώνω [kamakóno] -ομαι Ρ1 : I. χτυπώ το ψάρι με το καμάκι και το καρφώνω. || (ειρ.) τσιμπώ κτ. με το πιρούνι. II. (μτφ., λαϊκ.) κάνω καμάκιII.

[καμάκ(ι) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go