Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοψήνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοψήνω [kalopsíno] -ομαι Ρ1 αόρ. καλόψησα και καλοέψησα, απαρέμφ. καλοψήσει : (συνήθ. στη μππ.) για φαγητό που έχει ψηθεί καλά, όσο χρειάζεται. ANT κακοψήνω: Kαλοψημένο ψωμί / κρέας.

[μσν. καλοψήνω < καλο- + ψήνω]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοψήνω.
  • Ψήνω με επιτυχία:
    • (Πεντ. Λευιτ. VI 14).

[<επίρρ. καλά + ψήνω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go