Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλουπώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλουπώνω [kalupóno] -ομαι Ρ1 : 1α. βάζω κτ. σε καλούπι: ~ το μπετόν. β. ετοιμάζω καλούπι για κτ.: ~ τις κολόνες / τα δάπεδα. 2. (μτφ., οικ.) περιορίζω τη σκέψη σε στενά, σε τυποποιημένα πλαίσια.

[καλούπ(ι) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go