Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοστρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοστρώνω [kalostróno] -ομαι Ρ1 αόρ. καλόστρωσα και καλοέστρωσα, απαρέμφ. καλοστρώσει : 1. στρώνω κτ. καλά ή το καλύπτω τελείως, συνήθ. στη μππ.: Kαλοστρωμένο κρεβάτι. Kαλοστρωμένο τραπέζι, με καλό τραπεζομάντιλο, καλά σερβίτσια και γενικά με ωραία εμφάνιση. Aυλή καλοστρωμένη με χαλίκι. 2. (παθ., οικ.) ασχολούμαι με κτ. με πολύ καλή διάθεση ή με ζήλο: Kαλοστρώθηκαν στο γλέντι / στη δουλειά.

[καλο- + στρώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go