Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοπερνώ [kalopernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. καλοπέρασα, απαρέμφ. καλοπεράσει : ζω άνετα χωρίς ταλαιπωρίες, περνώ ευχάριστα. ANT κακοπερνώ: Aυτός στη ζωή του καλοπέρασε. Όλο το καλοκαίρι καλοπέρασε με εκδρομές και με ταξίδια. (πειραχτικά) Πώς τα καλοπεράσατε;, όταν είμαστε βέβαιοι ότι πέρασαν καλά. || (ειρ.) δεν περνώ καλά, ταλαιπωρούμαι: Θα καλοπεράσουμε σήμερα χωρίς θέρμανση. (απειλή) Πρόσεξε, γιατί θα καλοπεράσεις!, θα τιμωρηθείς.
[καλο- + περνώ]