Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοπέφτω [kalopéfto] Ρ αόρ. καλόπεσα και καλοέπεσα, απαρέμφ. καλοπέσει : (οικ.) πέφτω σε καλά χέρια. α. καλοπαντρεύομαι. β. για παιδί, που το αντιμετωπίζει ο προστάτης ή ο κηδεμόνας του με αγάπη και φροντίδα.
[καλο- + πέφτω]