Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοναρχώ [kalonarxó] & καλαναρχώ [kalanarxó] Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) κανοναρχώ.
[μσν. *καλοναρχώ (πρβ. μσν. καλαναρχώ) < κανοναρχώ παρετυμ. καλός· μσν. καλαναρχώ < καλοναρχώ με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]