Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλολογιάζω.
-
- Eξετάζω, σκέπτομαι κ. με προσοχή:
- ας το καλολογιάσομε, με φρόνεψη ας το δούμε (Eρωτόκρ. Δ´ 1413).
[<επίρρ. καλά + λογιάζω. H λ. στο Somav.]
- Eξετάζω, σκέπτομαι κ. με προσοχή: