Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοκάθομαι [kalokáθome] Ρ αόρ. καλοκάθισα και (προφ.) καλόκατσα και καλοέκατσα, απαρέμφ. καλοκαθίσει και (προφ.) καλοκάτσει, μππ. καλοκαθισμένος : (οικ.) κάθομαι κάπου άνετα και σε ευχάριστο περιβάλλον: Kαλοκάθισε και δε λέει να σηκωθεί να φύγει. || παραμένω κάπου για περισσότερο χρόνο από τον κανονικό: Είπαμε να τους φιλοξενήσουμε για λίγο αλλά αυτοί καλοκάθισαν και δε βλέπω να φεύγουν.
[καλο- + κάθομαι]