Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοθανατίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καλοθανατίζω.
  • Βρίσκω καλό θάνατο:
    • (Ξόμπλιν φ. 139ν).

[<επίθ. καλός + ουσ. θάνατος + κατάλ. ίζω. Η λ. στο Βλάχ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go