Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλογυρεύω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καλογυρεύω.
  • 1) Aναζητώ με επιμονή:
    • βρίσκεις το το γιατρικό, αν το καλογυρέψεις (Eρωτόκρ. Γ´ 276).
  • 2) Καλοεξετάζω:
    • (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1160).

[<επίρρ. καλά + γυρεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go