Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλογερεύω [kalojerévo] Ρ5.2α : 1. γίνομαι καλόγερος ή καλόγρια, φορώ το μοναχικό σχήμα: Kαλογέρεψε στο Άγιο Όρος. 2. (μτφ., ειρ., πειραχτικά) α. ζω απομονωμένος, δε συμμετέχω στην κοινωνική ζωή. β. μένω ανύπαντρος: Γιατί δεν παντρεύεσαι, θέλεις να καλογερέψεις; ΠAΡ Ή μικρός, μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου, προτροπή σε κπ. να παντρευτεί νέος ή, γενικότερα, να πάρει έγκαιρα τις καθοριστικές για τη ζωή αποφάσεις.
[μσν. καλογερεύω < καλόγερ(ος) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλογερεύω,
- βλ. καλογηρεύω.