Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοβράζω [kalovrázo] Ρ αόρ. καλόβρασα και καλοέβρασα, απαρέμφ. καλοβράσει, μππ. καλοβρασμένος : (συνήθ. στη μππ.) για φαγητό που έχει βράσει καλά, όσο χρειάζεται.
[καλο- + βράζω]