Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλλύνω.
-
- Kαλλωπίζω, στολίζω:
- το έδαφος εκάλλυνε μετά παντοίων λίθων (Διγ. Z 3857).
[αρχ. καλλύνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ. Β´ 402, Andr.)]
- Kαλλωπίζω, στολίζω:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. καλλύνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ. Β´ 402, Andr.)]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |