Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαρέσω [kalaréso] & καλοαρέσω [kaloaréso] Ρ (βλ. αρέσω) (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (οικ.) κτ. / κάποιος μου καλαρέσει, το / τον αντιμετωπίζω με πολλή ευχαρίστηση ή εμπιστοσύνη: Σαν να του καλάρεσε εδώ και δε θέλει να φύγει. Πολύ την κοιτάζεις την κοπέλα, σου καλάρεσε φαίνεται. Aπό την αρχή δε μου καλάρεσε αυτός ο άνθρωπος.
[καλ(ο)-, καλο- + αρέσω]