Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλακούω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλακούω [kalakúo] -γομαι & καλοακούω [kaloakúo] -γομαι Ρ (βλ. ακούω) : (οικ.) 1. μόνο σε αρνητική πρόταση δεν ~, δεν ακούω πολύ καλά, συνήθ. ως συνώνυμο του βαριακούω. || (παθ.) για κτ. που δεν ακούγεται καλά, καθαρά. 2. ακούω κτ., το δέχομαι με ευχαρίστηση: Tου είπες να ΄ρθει μαζί μας; - Tου το ΄πα και (δεν) το καλάκουσε.

[καλ(ο)-, καλο- + ακούω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go