Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακουργώ.
-
- (Mτβ. και αμτβ.) χειροτερεύω:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 1218)·
- να γιατρέψεις την πληγή πρι να σου κακουργήσει (αυτ. 298).
[αρχ. κακουργέω]
- (Mτβ. και αμτβ.) χειροτερεύω: