Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοτυχίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κακοτυχίζω· μτχ. παρκ. κακοτυχημένος· κακοτυχισμένος.
  • Φέρνω κακή τύχη:
    • εκακοτύχισες το γένος του (Xρον. σουλτ. 4017).
  • Οι μτχ. παρκ. ως επίθ. = κακότυχος:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3103), (Ριμ. Απολλων. [1417]).

[<αόρ. του κακοτυχώ (L‑S)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go